- δικοτύλων
- δικότυλοςwith two rows of tentaculamasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
έχιον — το (Α ἔχιον) [έχις] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες, κν. βοϊδόγλωσσα αρχ. βοτ. το φυτό σαπωνόφυτον το ωκιμοειδές … Dictionary of Greek
ίληξ — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια ακονιφολιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ilex] … Dictionary of Greek
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek
γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους … Dictionary of Greek
γομφόκαρπος — ο γένος Αγγειόσπερμων Δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη Στρεψανθή, οικογένεια Ασκληπιαδίδες … Dictionary of Greek
δεσμόδιο — το γένος Δικότυλων Αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας Ψυχανθή και τής τάξης Χεδρωπά … Dictionary of Greek
διπινακίδιο — το γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή … Dictionary of Greek
ελαιοκαρπίδες — οι οικογένεια δικότυλων ξυλωδών φυτών τής τάξεως μαλβώδη … Dictionary of Greek
ελαιοσέλινο — το βοτ. γένος δικότυλων χωριστοπέταλων φυτών τής οικογένειας τών προσωπανθών, αλλιώς θαψία, θαψιά, πολύκαρπος … Dictionary of Greek